υπερβολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερβολή οι υπερβολές
      γενική της υπερβολής των υπερβολών
    αιτιατική την υπερβολή τις υπερβολές
     κλητική υπερβολή υπερβολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερβολή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερβολή[1] < ὑπερβάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾ.voˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερβολή

Ουσιαστικό

Η υπερβολή ως κωνική τομή

υπερβολή θηλυκό

  1. η ενέργεια του υπερβάλλω· η υπέρβαση του μέτρου
    η υπερβολή στο φαγητό και το πιοτό μπορεί να αποδειχτεί επιζήμια για την υγεία
    όλοι στολίζουμε το σπίτι μας την περίοδο των Χριστουγέννων, αλλά καλό είναι να αποφεύγουμε τις υπερβολές
  2. (γραμματική) σχήμα λόγου κατά το οποίο περιγράφεται κάτι με χαρακτηριστικό μεγαλύτερο, πιο έντονο, πιο δυνατό από όσο πραγματικά έχει, για να δοθεί έμφαση στο χαρακτηριστικό εκείνο
    1. ανακριβής μεγέθυνση συστατικών νοημάτων περιγραφής
    2. (μεταφορικά) μεταφορική χρήση για έμφαση
      Θα μπορούσα να κοιμάμαι για βδομάδες λόγω υπερκόπωσης χωρίς υπερβολή!
  3. (γεωμετρία) καμπύλη στο καρτεσιανό επίπεδο που αποτελείται από τα σημεία που ικανοποιούν την εξίσωση
    με τη συνθήκη

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις υπέρ, βολή και βάλλω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.