μετρογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετρογραφία οι μετρογραφίες
      γενική της μετρογραφίας των μετρογραφιών
    αιτιατική τη μετρογραφία τις μετρογραφίες
     κλητική μετρογραφία μετρογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετρογραφία < μέτρο + -ο- + -γραφία

Ουσιαστικό

μετρογραφία θηλυκό

  1. άλλη μορφή του μετρολογία
  2. η καταγραφή κάποιων μετρήσεων και η σχετική τεχνική

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.