βραχύχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραχύχρονος | η | βραχύχρονη | το | βραχύχρονο |
| γενική | του | βραχύχρονου | της | βραχύχρονης | του | βραχύχρονου |
| αιτιατική | τον | βραχύχρονο | τη | βραχύχρονη | το | βραχύχρονο |
| κλητική | βραχύχρονε | βραχύχρονη | βραχύχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραχύχρονοι | οι | βραχύχρονες | τα | βραχύχρονα |
| γενική | των | βραχύχρονων | των | βραχύχρονων | των | βραχύχρονων |
| αιτιατική | τους | βραχύχρονους | τις | βραχύχρονες | τα | βραχύχρονα |
| κλητική | βραχύχρονοι | βραχύχρονες | βραχύχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βραχύχρονος < βραχύ- + χρόν(ος) + κατάληξη επιθέτου -ος
Επίθετο
βραχύχρονος, -η, -ο
- που γίνεται σε σύντομο χρόνο
- (γλωσσολογία)
- ≈ συνώνυμα: βραχύς
- ≠ αντώνυμα: μακρόχρονος, μακρός
- (γραμματική, φωνητική, για φωνήεν)
- στα αρχαία ελληνικά, τα βραχύχρονα φωνήεντα (ε, ο) προφέρονταν στον μισό (περίπου) χρόνο από τα μακρόχρονα
- όταν τα δίχρονα φωνήεντα είναι βραχύχρονα, τοποθετείται το σύμβολο ˘ πάνω από το φωνήεν: ᾰ, ῐ, ῠ
- (για συλλαβή) η συλλαβή που έχει βραχύχρονο φωνήεν
- βραχύχρονη συλλαβή
Συγγενικά
- βραχυχρόνιος
- δίχρονος
- ετερόχρονος
- ισόχρονος
- μακρόχρονος
- μακροχρόνιος
- μονόχρονος
- ολιγόχρονος
- πολύχρονος
- σύγχρονος
- και → δείτε τα συγγενικά στη λέξη χρόνος
Μεταφράσεις
βραχύχρονος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.