βραχύχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχύχρονος η βραχύχρονη το βραχύχρονο
      γενική του βραχύχρονου της βραχύχρονης του βραχύχρονου
    αιτιατική τον βραχύχρονο τη βραχύχρονη το βραχύχρονο
     κλητική βραχύχρονε βραχύχρονη βραχύχρονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχύχρονοι οι βραχύχρονες τα βραχύχρονα
      γενική των βραχύχρονων των βραχύχρονων των βραχύχρονων
    αιτιατική τους βραχύχρονους τις βραχύχρονες τα βραχύχρονα
     κλητική βραχύχρονοι βραχύχρονες βραχύχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βραχύχρονος < βραχύ- + χρόν(ος) + κατάληξη επιθέτου -ος

Επίθετο

βραχύχρονος, -η, -ο

  1. που γίνεται σε σύντομο χρόνο
  2. (γλωσσολογία)
     συνώνυμα: βραχύς
     αντώνυμα: μακρόχρονος, μακρός
    1. (γραμματική, φωνητική, για φωνήεν)
      στα αρχαία ελληνικά, τα βραχύχρονα φωνήεντα (ε, ο) προφέρονταν στον μισό (περίπου) χρόνο από τα μακρόχρονα
      όταν τα δίχρονα φωνήεντα είναι βραχύχρονα, τοποθετείται το σύμβολο ˘ πάνω από το φωνήεν: , ,
    2. (για συλλαβή) η συλλαβή που έχει βραχύχρονο φωνήεν
      βραχύχρονη συλλαβή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.