μέτρα
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μέτρα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
μέτρο
Ρηματικός τύπος
μέτρα
β΄
πρόσωπο
ενικού
προστακτικής
ενεργητικού
ενεστώτα
του ρήματος
μετρώ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.