νανόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νανόμετρο | τα | νανόμετρα |
| γενική | του | νανόμετρου & νανομέτρου |
των | νανόμετρων & νανομέτρων |
| αιτιατική | το | νανόμετρο | τα | νανόμετρα |
| κλητική | νανόμετρο | νανόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νανόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική nanometre < αρχαία ελληνική νᾶνος + μέτρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /naˈno.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : να‐νό‐με‐τρο
Ουσιαστικό
νανόμετρο ουδέτερο
- (μαθηματικά) υποδιαίρεση του μέτρου, ίσο με 10-9 μέτρα (ένα δισεκατομμυριοστό του μέτρου)· σύμβολο: nm
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.