χάρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χάρακας | οι | χάρακες |
| γενική | του | χάρακα | των | χαράκων |
| αιτιατική | τον | χάρακα | τους | χάρακες |
| κλητική | χάρακα | χάρακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxa.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐ρα‐κας
Ουσιαστικό
χάρακας αρσενικό
- εργαλείο για τη χάραξη ευθειών και τη μέτρηση ευθυγράμμων τμημάτων
Συνώνυμα
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
χαρακ- χαραγ-, χαραξ-
χαρακ- χαραγ-, χαραξ-
θέμα με χαρακ-
- απαραχάρακτα (επίρρημα)
- απαραχάρακτος
- αχάρακτα (επίρρημα)
- αχάρακτος
- αχαράκωτα (επίρρημα)
- αχαράκωτος
- εγχαρακτικός
- παραχαρακτικός
- περιχαρακωμένος
- περιχαρακώνω, περιχαρακώνομαι
- περιχαράκωση
- χαρακάκι (υποκοριστικό)
- Χάρακας
- χαράκι
- χαρακιάζω
- χαρακιασμένος
- χαρακίδα
- χαρακτήρας & συγγενικά
- χαράκτης & σύνθετα
- χαρακτικός & συγγενικά
- χαρακτός & σύνθετα -χάρακτος
- χαράκτρια & σύνθετα
- χάρακτρο
- χαράκωμα
- χαρακωμένος
- χαρακώνω, χαρακώνομαι
- χαράκωση
- χαρακωτός
|
θέμα με χαρακ- + σ > χαραξ-
|
θέμα με χαρακ- > χαραγ-
|
θέμα με χαρασσ-
θέμα με χαραζ-
|
-
χάρακας στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- χάρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.