συντομογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συντομογραφία | οι | συντομογραφίες |
| γενική | της | συντομογραφίας | των | συντομογραφιών |
| αιτιατική | τη | συντομογραφία | τις | συντομογραφίες |
| κλητική | συντομογραφία | συντομογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συντομογραφία < σύντομ(ος) + -ο- + -γραφία (< γράφω), απόδοση για τη γαλλική abréviation [1]
Ουσιαστικό
συντομογραφία θηλυκό
- σύντμηση μιας λέξης ή μιας έκφρασης με αφαίρεση γραμμάτων που επιτρέπει την πιο γρήγορη γραφή και την εξοικονόμηση χώρου
- Σημείωση
- Η συντομογραφία είναι είδος συντομομορφής, που ενώ γράφεται σύντομα, δεν προφέρεται σύντομα, αλλά προφέρεται ως πλήρης μορφή.
Συνώνυμα
Παραδείγματα
Παραδείγματα συντομογραφιών → δείτε τη λέξη Κατηγορία:Συντομογραφίες (νέα ελληνικά)
- ΒΔ: Βορειοδυτικά
- βλ.: βλέπε ή βλέπετε
- δηλ.: δηλαδή
- κ.ά.: και άλλα / και άλλοι
- κ.α.: και αλλού
- κ.λπ.: "κ.λ.π." : και λοιπά
- κτλ.: κατά τα λοιπά
- π.χ.: παραδείγματος χάριν
Συντομογραφίες που χρησιμοποιούνται σε λεξικά → δείτε τη λέξη Κατηγορία:Λεξικογραφία (νέα ελληνικά)
- αρσ.: αρσενικό
- θηλ.: θηλυκό
- ουδ.: ουδέτερο
- αρχ.: αρχαίος, αρχαία ελληνικά
- μτφρ.: μετάφραση
- ουσ.: ουσιαστικό
- επίρρ.: επίρρημα κ.α.
Συγγενικά
- συντομογραφικά (καθαρεύουσα: συντομογραφικώς)
- συντομογραφικός
- Κατηγορία:Συντομογραφίες στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Συντομογραφίες (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
συντομογραφία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
συντομογραφία
Αναφορές
- συντομογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.