διαστολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαστολή | οι | διαστολές |
| γενική | της | διαστολής | των | διαστολών |
| αιτιατική | τη | διαστολή | τις | διαστολές |
| κλητική | διαστολή | διαστολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαστολή < (ελληνιστική κοινή) διαστολή < αρχαία ελληνική διαστολή
Ουσιαστικό
διαστολή θηλυκό
- (φυσική) η αύξηση του όγκου ενός σώματος
- η αύξηση του όγκου ενός οργάνου του σώματος με την έκταση των τοιχωμάτων του, που συνήθως ακολουθείται από μια συστολή
- η διαστολή της καρδιάς
- η αύξηση των διαστάσεων ενός σώματος
- η διαστολή της κόρης του ματιού στο σκοτάδι
- (μουσική) η κάθετη προς το πεντάγραμμο γραμμή που δηλώνει το τέλος ενός μουσικού μέτρου
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
διαστολή < διαστέλλω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.