μετριασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μετριασμός | οι | μετριασμοί |
| γενική | του | μετριασμού | των | μετριασμών |
| αιτιατική | τον | μετριασμό | τους | μετριασμούς |
| κλητική | μετριασμέ | μετριασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.