μετρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μετρώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μετρῶ  και δείτε τη λέξη μετράω

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈtɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετρώ
ομόηχο: μετρό
τονικό παρώνυμο: μέτρο

Ρήμα

μετρώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.