μετρητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μετρητής οι μετρητές
      γενική του μετρητή των μετρητών
    αιτιατική τον μετρητή τους μετρητές
     κλητική μετρητή μετρητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετρητής < αρχαία ελληνική μετρητής
μετρητές ηλεκτρικού ρεύματος

Ουσιαστικό

μετρητής αρσενικό

  1. όργανο μέτρησης ενός μεγέθους
  2. (ειδικότερα) συσκευή που καταγράφει την κατανάλωση ή τη ροή, πχ νερού, ηλεκτρικού ρεύματος κλπ
     συνώνυμα: ρολόι
  3. το πρόσωπο που καταγράφει τις ενδείξεις μιας τέτοιας συσκευής ή οργάνου
  4. (πληροφορική) μεταβλητή, θέση μνήμης κλπ., το περιεχόμενο των οποίων αυξάνεται όταν συμβαίνει κάποιο γεγονός
     συνώνυμα: απαριθμητής

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μετρητής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.