μετρητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μετρητής | οι | μετρητές |
| γενική | του | μετρητή | των | μετρητών |
| αιτιατική | τον | μετρητή | τους | μετρητές |
| κλητική | μετρητή | μετρητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μετρητής αρσενικό
- όργανο μέτρησης ενός μεγέθους
- (ειδικότερα) συσκευή που καταγράφει την κατανάλωση ή τη ροή, πχ νερού, ηλεκτρικού ρεύματος κλπ
- το πρόσωπο που καταγράφει τις ενδείξεις μιας τέτοιας συσκευής ή οργάνου
- (πληροφορική) μεταβλητή, θέση μνήμης κλπ., το περιεχόμενο των οποίων αυξάνεται όταν συμβαίνει κάποιο γεγονός
Σύνθετα
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
