μετρονομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετρονομία οι μετρονομίες
      γενική της μετρονομίας των μετρονομιών
    αιτιατική τη μετρονομία τις μετρονομίες
     κλητική μετρονομία μετρονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετρονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική metronomy < αρχαία ελληνική μέτρον + νέμω

Ουσιαστικό

μετρονομία θηλυκό

  1. η ενασχόληση με τις μετρήσεις, τα μέτρα και τα σταθμά με επιστημονικό τρόπο
  2. (ειδικότερα) η μέτρηση του χρόνου με ειδικό όργανο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.