εκατοστόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκατοστόμετρο | τα | εκατοστόμετρα |
| γενική | του | εκατοστόμετρου & εκατοστομέτρου |
των | εκατοστόμετρων & εκατοστομέτρων |
| αιτιατική | το | εκατοστόμετρο | τα | εκατοστόμετρα |
| κλητική | εκατοστόμετρο | εκατοστόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εκατοστόμετρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.