metro

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
metro metros

Ουσιαστικό

metro (en)

  • (μέσο μεταφορών, μόνο ενικός, και the Metro) το μετρό, ο υπόγειος σιδηρόδρομος, ειδικά αυτόν του Παρισιού ή της Μόσχας
    the Paris/Moscow metro - το μετρό του Παρισιού/της Μόσχας
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη underground

Πηγές



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

metro < metr- + -o

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική metrometroj
αιτιατική metronmetrojn

metro (eo)




Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

metro < αρχαία ελληνική μέτρον

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
metro metri

metro (it)



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

metro (ca) αρσενικό

  1. μετρό



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
metro metros

metro (pt) αρσενικό

  1. το μετρό, ο υπόγειος σιδηρόδρομος

Εκφράσεις

  • de metro - (πηγαίνοντας, κυκλοφορώντας) με το μετρό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.