-μετρώ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -μετής | η | -μετής | το | -μετές |
| γενική | του | -μετούς* | της | -μετούς | του | -μετούς |
| αιτιατική | τον | -μετή | τη(ν) | -μετή | το | -μετές |
| κλητική | -μετή(ς) | -μετής | -μετές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -μετείς | οι | -μετείς | τα | -μετή |
| γενική | των | -μετών | των | -μετών | των | -μετών |
| αιτιατική | τους | -μετείς | τις | -μετείς | τα | -μετή |
| κλητική | -μετείς | -μετείς | -μετή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -μετρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -μετρῶ < μετρῶ[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈtɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -με‐τρώ
- -μετρο
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μετρώ στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-μετρώ" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -μετρώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.