μετρική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετρική | οι | μετρικές |
| γενική | της | μετρικής | των | μετρικών |
| αιτιατική | τη | μετρική | τις | μετρικές |
| κλητική | μετρική | μετρικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετρική < αρχαία ελληνική μετρική, θηλυκό του μετρικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.tɾiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τρι‐κή
- ομόηχο: μετρικοί
Ουσιαστικό
μετρική θηλυκό
- (ποίηση) το σύνολο των κανόνων που διέπουν την τέχνη της στιχουργίας
- (ποίηση) η μελέτη των στιχουργικών κανόνων και της εφαρμογής τους
- Κατηγορία:Μετρική στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Μετρική (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
μετρική
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μετρική | αἱ | μετρικαί |
| γενική | τῆς | μετρικῆς | τῶν | μετρικῶν |
| δοτική | τῇ | μετρικῇ | ταῖς | μετρικαῖς |
| αιτιατική | τὴν | μετρικήν | τὰς | μετρικᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | μετρική | μετρικαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετρικᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μετρικαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μετρικός
Ουσιαστικό
μετρική θηλυκό
- → ζητούμενο λήμμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μέτρον
- Κατηγορία:Μετρική (αρχαία ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Πηγές
- μετρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μετρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.