μεζούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεζούρα οι μεζούρες
      γενική της μεζούρας των μεζουρών
    αιτιατική τη μεζούρα τις μεζούρες
     κλητική μεζούρα μεζούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μία μεζούρα (1)
Μαγειρική μεζούρα

Ετυμολογία

μεζούρα < (άμεσο δάνειο) βενετική mesura

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈzu.ɾa/

Ουσιαστικό

μεζούρα θηλυκό (πληθυντικός : μεζούρες)

  1. είδος εύκαμπτου μέτρου που χρησιμοποιούν συνήθως οι ράφτες
  2. (μαγειρική) οποιοδήποτε δοχείο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σαν μονάδα
    χρησιμοποιούμε για μεζούρα ένα φλιτζανάκι του καφέ
  3. (μαγειρική) ποσότητα μιας μεζούρας (2)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.