μεζούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεζούρα | οι | μεζούρες |
| γενική | της | μεζούρας | των | μεζουρών |
| αιτιατική | τη | μεζούρα | τις | μεζούρες |
| κλητική | μεζούρα | μεζούρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μία μεζούρα (1)

Μαγειρική μεζούρα
Ετυμολογία
- μεζούρα < (άμεσο δάνειο) βενετική mesura
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈzu.ɾa/
Ουσιαστικό
μεζούρα θηλυκό (πληθυντικός : μεζούρες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.