εγκέφαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγκέφαλος οι εγκέφαλοι
      γενική του εγκεφάλου
& εγκέφαλου
των εγκεφάλων
    αιτιατική τον εγκέφαλο τους εγκεφάλους
& εγκέφαλους
     κλητική εγκέφαλε εγκέφαλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκέφαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκέφαλος < ἐν + κεφαλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l-
(ιθύνων νους) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική brain[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋˈɟe.fa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκέφαλος
παλιότερος συλλαβισμός: εγκέφαλος

Ουσιαστικό

Λοβοί του εγκεφάλου
Ανθρώπινος εγκέφαλος

εγκέφαλος αρσενικό

  1. (ανατομία) το όργανο του ανθρώπου και των άλλων ζώων που βρίσκεται μέσα στο κρανίο, δέχεται και επεξεργάζεται τα σήματα των αισθητήριων οργάνων και ελέγχει μέσω του κεντρικού νευρικού συστήματος τη λειτουργία των υπόλοιπων οργάνων
  2. (συνεκδοχικά) κάποιος άνθρωπος με πολύ ανεπτυγμένη νοημοσύνη
  3. (συνεκδοχικά) ο άνθρωπος που συλλαμβάνει και κατευθύνει την εκτέλεση μιας επιχείρησης, σχεδίου κ.λπ., ο ιθύνων νους
  4. (συνεκδοχικά) ηλεκτρονικό εξάρτημα που τρέχει ένα λογισμικό και κατευθύνει τη λειτουργία ενός μηχανήματος (κυρίως αυτοκινήτου)

Συγγενικά

  • εγκεφαλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εγκεφαλο- στο Βικιλεξικό

όπως

 και δείτε τη λέξη κεφάλι

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

  • έχει κάλο στον εγκέφαλο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.