νους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νους | οι | νόες |
| γενική | του | νου & νοός |
των | νόων |
| αιτιατική | τον | νου | τους | νόες |
| κλητική | νου | νόες | ||
| Ο πληθυντικός, λόγιος, από την αρχαία κλίση του νόος. | ||||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νους < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νοῦς, αττική συνηρημένη μορφή του ουσιαστικού νόος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈnus/
Ουσιαστικό
νους αρσενικό
- οι πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου που τον βοηθούν να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να επεξεργάζεται τα δεδομένα της
- η λογική σκέψη, η διάνοια
- (συνεκδοχικά) ο άνθρωπος που διαθέτει ανεπτυγμένες διανοητικές ικανότητες
- ↪ ο Αριστοτέλης υπήρξε ένας σημαντικός νους της αρχαιότητας
Εκφράσεις
- έχω το νου μου, έχε το νου σου! πρόσεχε κάτι, μην ξεχνάς να παρατηρείς κάτι
- ιθύνων νους
- νους υγιής εν σώματι υγιεί: η πνευματική και σωματική υγεία του ανθρώπου είναι αλληλένδετες
- πάει ο νους μου
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- -νοος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -νοος στο Βικιλεξικό
- -νους Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -νους στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.