εγκεφαλοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκεφαλοπάθεια | οι | εγκεφαλοπάθειες |
| γενική | της | εγκεφαλοπάθειας | των | εγκεφαλοπαθειών |
| αιτιατική | την | εγκεφαλοπάθεια | τις | εγκεφαλοπάθειες |
| κλητική | εγκεφαλοπάθεια | εγκεφαλοπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκεφαλοπάθεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
εγκεφαλοπάθεια θηλυκό
Μεταφράσεις
εγκεφαλοπάθεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.