κεφαλή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλή οι κεφαλές
      γενική της κεφαλής των κεφαλών
    αιτιατική την κεφαλή τις κεφαλές
     κλητική κεφαλή κεφαλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κεφαλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεφαλή
(τεχνολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική head[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ce.faˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφαλή
κεφαλή αρχαίου κούρου
Κεφαλές ανάγνωσης/εγγραφής σε μονάδα σκληρού δίσκου

Ουσιαστικό

κεφαλή θηλυκό

  1. το κεφάλι
  2. ο αρχηγός, ο επικεφαλής
  3. το πιο σημαντικό μέρος μιας ομάδας η ενός αντικειμένου
  4. (τεχνολογία) το εξάρτημα που διαβάζει ή γράφει σε ηλεκτρονικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για εγγραφή ή αναπαραγωγή ήχου ή εικόνας (πικάπ, βίντεο κλπ)
  5. (υλικό υπολογιστή) εξάρτημα μονάδας μαγνητικού μέσου που διαβάζει και γράφει δεδομένα
      ο βραχίονας των κεφαλών έχει το υψηλότερο ποσοστό τριβών στο δίσκο, και είναι ένα πιθανό σημείο αποτυχίας. [2]

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κεφαλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Άγγελος Κυρίτσης, Διάρκεια Ζωής Σκληρού Δίσκου: Η "Σκληρή" Αλήθεια, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2016-01-25. Προσπέλαση 2020-07-16.



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κεφαλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l-

Ουσιαστικό

κεφαλή θηλυκό

Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Εκφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.