ανεγκέφαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεγκέφαλος η ανεγκέφαλη το ανεγκέφαλο
      γενική του ανεγκέφαλου της ανεγκέφαλης του ανεγκέφαλου
    αιτιατική τον ανεγκέφαλο την ανεγκέφαλη το ανεγκέφαλο
     κλητική ανεγκέφαλε ανεγκέφαλη ανεγκέφαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεγκέφαλοι οι ανεγκέφαλες τα ανεγκέφαλα
      γενική των ανεγκέφαλων των ανεγκέφαλων των ανεγκέφαλων
    αιτιατική τους ανεγκέφαλους τις ανεγκέφαλες τα ανεγκέφαλα
     κλητική ανεγκέφαλοι ανεγκέφαλες ανεγκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεγκέφαλος, από το α- στερητικό + εγκέφαλος

Επίθετο

ανεγκέφαλος -η -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.