εγκεφαλικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκεφαλικός η εγκεφαλική το εγκεφαλικό
      γενική του εγκεφαλικού της εγκεφαλικής του εγκεφαλικού
    αιτιατική τον εγκεφαλικό την εγκεφαλική το εγκεφαλικό
     κλητική εγκεφαλικέ εγκεφαλική εγκεφαλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκεφαλικοί οι εγκεφαλικές τα εγκεφαλικά
      γενική των εγκεφαλικών των εγκεφαλικών των εγκεφαλικών
    αιτιατική τους εγκεφαλικούς τις εγκεφαλικές τα εγκεφαλικά
     κλητική εγκεφαλικοί εγκεφαλικές εγκεφαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγκεφαλικός < εγκέφαλος + -ικός

Επίθετο

εγκεφαλικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται ή ανήκει στον εγκέφαλο των ζωντανών οργανισμών
    εγκεφαλική λειτουργία
  2. (για ανθρώπους) που χαρακτηρίζεται από την απόλυτη κυριαρχία του λογικού σε βάρος του συναισθήματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.