ιθύνων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιθύνων & ιθύνοντας |
η | ιθύνουσα | το | ιθύνον |
| γενική | του | ιθύνοντος & ιθύνοντα |
της | ιθύνουσας & ιθυνούσης* |
του | ιθύνοντος |
| αιτιατική | τον | ιθύνοντα | την | ιθύνουσα | το | ιθύνον |
| κλητική | ιθύνων & ιθύνοντα |
ιθύνουσα | ιθύνον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιθύνοντες | οι | ιθύνουσες | τα | ιθύνοντα |
| γενική | των | ιθυνόντων | των | ιθυνουσών | των | ιθυνόντων |
| αιτιατική | τους | ιθύνοντες | τις | ιθύνουσες | τα | ιθύνοντα |
| κλητική | ιθύνοντες | ιθύνουσες | ιθύνοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιθύνων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰθύνων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἰθύνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈθi.non/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐θύ‐νων
- ομόηχο: ιθύνον
Μετοχή
ιθύνων, -ουσα, -ον
- (λόγιο, αρχαιοπρεπές) που κατευθύνει, που καθοδηγεί, που είναι αρχηγός ή επικεφαλής σε παγιωμένες εκφράσεις
- άλλες μορφές: ιθύνοντας
Εκφράσεις
- ιθύνων νους
- ιθύνουσα τάξη
- ιθύνοντες (ουσιαστικοποιημένο, πληθυντικός)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ευθύς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.