ἐγκέφαλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐγκέφαλος τὸ ἐγκέφαλον οἱ, αἱ ἐγκέφαλοι τὰ ἐγκέφαλα
Γενική τοῦ, τῆς ἐγκεφάλου τοῦ ἐγκεφάλου τῶν ἐγκεφάλων τῶν ἐγκεφάλων
Δοτική τῷ, τῇ ἐγκεφάλῳ τῷ ἐγκεφάλῳ τοῖς, ταῖς ἐγκεφάλοις τοῖς ἐγκεφάλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐγκέφαλον τὸ ἐγκέφαλον τοὺς, τὰς ἐγκεφάλους τὰ ἐγκέφαλα
Κλητική ἐγκέφαλε ἐγκέφαλον ἐγκέφαλοι ἐγκέφαλα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐγκεφάλω
Γενική-Δοτική ἐγκεφάλοιν

Ετυμολογία

ἐγκέφαλος < (ἐν-) ἐγ- + κεφαλ(ή) + -ος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l-

Επίθετο

ἐγκέφαλος, -ος, -ον

Ουσιαστικό

ἐγκέφαλος αρσενικό

  • ο εγκέφαλος, το μυαλό (ως ουσία)
    ἐκ δ' ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέε, δεῦε δὲ γαῖαν (Οδύσσεια ι 290)

Συγγενικά

  • ἐγκεφαλαίωμα
  • ἐγκεφάλιον
  • ἐγκεφαλίς
  • ἐγκεφαλίτης
  • ἐγκεφαλίτις
  • παρεγκεφαλίς
  •  δείτε τη λέξη  κεφαλή

Εκφράσεις

  • Διός ἐγκέφαλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.