ἐγκέφαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐγκέφαλος | τὸ ἐγκέφαλον | οἱ, αἱ ἐγκέφαλοι | τὰ ἐγκέφαλα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἐγκεφάλου | τοῦ ἐγκεφάλου | τῶν ἐγκεφάλων | τῶν ἐγκεφάλων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἐγκεφάλῳ | τῷ ἐγκεφάλῳ | τοῖς, ταῖς ἐγκεφάλοις | τοῖς ἐγκεφάλοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐγκέφαλον | τὸ ἐγκέφαλον | τοὺς, τὰς ἐγκεφάλους | τὰ ἐγκέφαλα |
| Κλητική | ἐγκέφαλε | ἐγκέφαλον | ἐγκέφαλοι | ἐγκέφαλα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐγκεφάλω | |||
| Γενική-Δοτική | ἐγκεφάλοιν | |||
Ετυμολογία
- ἐγκέφαλος < (ἐν-) ἐγ- + κεφαλ(ή) + -ος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l-
Ουσιαστικό
ἐγκέφαλος αρσενικό
Συγγενικά
- ἐγκεφαλαίωμα
- ἐγκεφάλιον
- ἐγκεφαλίς
- ἐγκεφαλίτης
- ἐγκεφαλίτις
- παρεγκεφαλίς
- → δείτε τη λέξη κεφαλή
Εκφράσεις
- Διός ἐγκέφαλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.