εγκεφαλονωτιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκεφαλονωτιαίος | η | εγκεφαλονωτιαία | το | εγκεφαλονωτιαίο |
| γενική | του | εγκεφαλονωτιαίου | της | εγκεφαλονωτιαίας | του | εγκεφαλονωτιαίου |
| αιτιατική | τον | εγκεφαλονωτιαίο | την | εγκεφαλονωτιαία | το | εγκεφαλονωτιαίο |
| κλητική | εγκεφαλονωτιαίε | εγκεφαλονωτιαία | εγκεφαλονωτιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκεφαλονωτιαίοι | οι | εγκεφαλονωτιαίες | τα | εγκεφαλονωτιαία |
| γενική | των | εγκεφαλονωτιαίων | των | εγκεφαλονωτιαίων | των | εγκεφαλονωτιαίων |
| αιτιατική | τους | εγκεφαλονωτιαίους | τις | εγκεφαλονωτιαίες | τα | εγκεφαλονωτιαία |
| κλητική | εγκεφαλονωτιαίοι | εγκεφαλονωτιαίες | εγκεφαλονωτιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγκεφαλονωτιαίος < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
εγκεφαλονωτιαίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.