σήμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σήμα | τα | σήματα |
| γενική | του | σήματος | των | σημάτων |
| αιτιατική | το | σήμα | τα | σήματα |
| κλητική | σήμα | σήματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σήμα < αρχαία ελληνική σῆμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.ma/
Ουσιαστικό
σήμα ουδέτερο
- σχήμα ή άλλη οπτική ή ηχητική μέθοδος για την προβολή/εκπομπή ενός κωδικοποιημένου μηνύματος
- μην ξεκινήσει κανείς πριν δοθεί το σήμα εκκίνησης
- πινακίδα τροχαίας
- λογότυπο εταιρείας ή οργανισμού
- συνεχής ακολουθία κωδικοποιημένων πληροφοριών υπό ή προς μετάδοση
- (συνεκδοχικά) σύνδεση σε δίκτυο τηλεφωνίας, ικανότητα λήψης εκπομπής ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού ή άλλου είδους ηλεκτρομαγνητικής μετάδοσης από αντίστοιχη συσκευή λήψης
- το κινητό μου δεν έχει σήμα
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.