ουιγουρικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ουιγουρικά
      γενική των ουιγουρικών
    αιτιατική τα ουιγουρικά
     κλητική ουιγουρικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

ουιγουρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.