εγκεφαλίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκεφαλίτιδα | οι | εγκεφαλίτιδες |
| γενική | της | εγκεφαλίτιδας | των | εγκεφαλιτίδων & εγκεφαλίτιδων |
| αιτιατική | την | εγκεφαλίτιδα | τις | εγκεφαλίτιδες |
| κλητική | εγκεφαλίτιδα | εγκεφαλίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκεφαλίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική encéphalite (εγκέφαλος + -ίτις/-ίτιδα)
Μεταφράσεις
εγκεφαλίτιδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.