παρεγκεφαλιδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρεγκεφαλιδικός | η | παρεγκεφαλιδική | το | παρεγκεφαλιδικό |
| γενική | του | παρεγκεφαλιδικού | της | παρεγκεφαλιδικής | του | παρεγκεφαλιδικού |
| αιτιατική | τον | παρεγκεφαλιδικό | την | παρεγκεφαλιδική | το | παρεγκεφαλιδικό |
| κλητική | παρεγκεφαλιδικέ | παρεγκεφαλιδική | παρεγκεφαλιδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρεγκεφαλιδικοί | οι | παρεγκεφαλιδικές | τα | παρεγκεφαλιδικά |
| γενική | των | παρεγκεφαλιδικών | των | παρεγκεφαλιδικών | των | παρεγκεφαλιδικών |
| αιτιατική | τους | παρεγκεφαλιδικούς | τις | παρεγκεφαλιδικές | τα | παρεγκεφαλιδικά |
| κλητική | παρεγκεφαλιδικοί | παρεγκεφαλιδικές | παρεγκεφαλιδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρεγκεφαλιδικός < παρεγκεφαλίδα + -ικός
Επίθετο
παρεγκεφαλιδικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την παρεγκεφαλίδα, αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παρεγκεφαλίδα και κεφάλι
Μεταφράσεις
παρεγκεφαλιδικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.