εγκεφαλικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκεφαλικότητα οι εγκεφαλικότητες
      γενική της εγκεφαλικότητας των εγκεφαλικοτήτων
    αιτιατική την εγκεφαλικότητα τις εγκεφαλικότητες
     κλητική εγκεφαλικότητα εγκεφαλικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκεφαλικότητα < εγκεφαλικός + -ότητα

Ουσιαστικό

εγκεφαλικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.