επιχείρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιχείρηση οι επιχειρήσεις
      γενική της επιχείρησης* των επιχειρήσεων
    αιτιατική την επιχείρηση τις επιχειρήσεις
     κλητική επιχείρηση επιχειρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιχειρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιχείρηση < αρχαία ελληνική ἐπιχείρησις

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈçi.ɾi.si/

Ουσιαστικό

επιχείρηση θηλυκό

  1. οργανωμένη προσπάθεια για την επίτευξη ενός στόχου
    1. πολεμικό σχέδιο καθώς και η εκτέλεσή του
      • επιχείρηση Μπαρμπαρόσα
  2. (οικονομία) εμπορική ή βιομηχανική εταιρεία, οποιουδήποτε μεγέθους ή τύπου

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.