εξάρτημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξάρτημα τα εξαρτήματα
      γενική του εξαρτήματος των εξαρτημάτων
    αιτιατική το εξάρτημα τα εξαρτήματα
     κλητική εξάρτημα εξαρτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξάρτημα < (ελληνιστική κοινή) ἐξάρτημα

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈksaɾ.ti.ma/

Ουσιαστικό

εξάρτημα ουδέτερο

  1. οποιοδήποτε τμήμα μίας μεγαλύτερης μηχανής που χρησιμεύει για έναν ορισμένο σκοπό και μπορεί να αποσπαστεί
  2. το εργαλείο

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.