μαλάκυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαλάκυνση | οι | μαλακύνσεις |
| γενική | της | μαλάκυνσης* | των | μαλακύνσεων |
| αιτιατική | τη | μαλάκυνση | τις | μαλακύνσεις |
| κλητική | μαλάκυνση | μαλακύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μαλακύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μαλάκυνση < μαλάκυνσις λέξη της καθαρεύουσας από την (ελληνιστική κοινή) (στην οποία σήμαινε παράλυση, εξασθένιση) για να αποδοθεί η γαλλική ramollissement
Ουσιαστικό
μαλάκυνση θηλυκό
- εκφυλιστική ασθένεια του εγκεφαλικού ιστού, η οποία παρουσιάζεται στην τρίτη ηλικία και οφείλεται είτε σε αγγειακά προβλήματα που νεκρώνουν περιοχές του εγκεφάλου είτε σε άλλα αίτια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.