παρεγκεφαλίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρεγκεφαλίτιδα οι παρεγκεφαλίτιδες
      γενική της παρεγκεφαλίτιδας των παρεγκεφαλίτιδων
    αιτιατική την παρεγκεφαλίτιδα τις παρεγκεφαλίτιδες
     κλητική παρεγκεφαλίτιδα παρεγκεφαλίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρεγκεφαλίτιδα < (καθαρεύουσα) παρεγκεφαλῖτις + -ίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parencéphalite < parencéphale < αρχαία ελληνική παρά (παρ-) + ἐγκέφαλος < κεφαλή

Ουσιαστικό

παρεγκεφαλίτιδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.