νοημοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοημοσύνη οι νοημοσύνες
      γενική της νοημοσύνης των νοημοσυνών
    αιτιατική τη νοημοσύνη τις νοημοσύνες
     κλητική νοημοσύνη νοημοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοημοσύνη < νοήμων + -οσύνη < αρχαία ελληνική νοήμων < νοέω / νοῶ < νόος / νοῦς

Προφορά

ΔΦΑ : /no.i.moˈsi.ni/

Ουσιαστικό

νοημοσύνη θηλυκό

  1. χαρακτηριστικό όντων ικανά για στρατηγική απομνημόνευση και τελεολογική επίλυση.
    • Ο Einstein ήταν άνθρωπος εξαιρετικής νοημοσύνης
    • Οι άνθρωποι με σύνδρομο Down δυσκολεύονται να βρουν δουλειά λόγω της χαμηλής νοημοσύνης τους.
    • "Η νοημοσύνη παράγει σκέψη και η σκέψη γνώση."
    • Τα ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους.

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.