βλέπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βλέπω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική βλέπω < προελληνική [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvle.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλέ‐πω
Ρήμα
βλέπω , στ.μέλλ.: θα δω, ιδώ, αόρ.: είδα, παθ.φωνή: βλέπομαι, π.αόρ.: ειδώθηκα, μτχ.π.π.: ιδωμένος
- αντιλαμβάνομαι την ύπαρξη αντικειμένων με τα μάτια μου
- ↪ στην αρχαιότητα έβλεπαν τους αστερισμούς με γυμνό μάτι
- κοιτάζω
- ↪ δε χορταίνω να το βλέπω
- καταλαβαίνω
- ↪ βλέπω τι εννοείς, δε βλέπεις ότι με πληγώνεις;
- (για αντικείμενα) είμαι στραμμένος προς κάποια κατεύθυνση
- ↪ το σπίτι βλέπει ανατολικά
- συναντώ, επισκέπτομαι
- ↪ δεν μπορείς να φανταστείς ποιον είδα χθες!
- (για γιατρό) εξετάζω
- ↪ δεν πας καλύτερα να σε δει ο γιατρός;
Εκφράσεις
- ακόμη δεν τον είδαμε και Γιάννη τον βαφτίσαμε/εβγάλαμε: για σχέδια που γίνονται εκ των προτέρων, χωρίς να έχουν βάση
- βλέποντας και κάνοντας
- βλέπω άσπρη μέρα, βλέπω θεού πρόσωπο : ξεκουράζομαι, ευημερώ
- από τότε που έχασε τη δουλειά της, δεν είδε άσπρη μέρα!
- βλέπω με καλό μάτι: ευνοώ, συμπαθώ
- βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια : βλέπω εγώ ο ίδιος
- βλέπω το φως της δημοσιότητας : αρχίζω να γίνομαι γνωστός / αρχίζω να κυκλοφορώ
- βλέπω το φως του ήλιου : γεννιέμαι
- βλέπω φως: διακρίνω ότι κάτι μπορεί να εξελιχθεί θετικά
- για δες (φίλε μου)..: απορώ/είμαι έκπληκτος/είμαι απογοητευμένος με τον/την/το
- ↪ για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει
- ↪για δες φίλε μου συμπεριφορά ανθρώπου
- δε βλέπω την ώρα: ανυπομονώ
- ↪ τα παιδιά δε βλέπουν την ώρα να ανοίξουν τα δώρα τους!
- δε με βλέπω καλά: νιώθω ότι κάτι κακό θα μου συμβεί, δε νιώθω ασφαλής
- δε σε βλέπω από την πείνα : πεινώ τόσο που οι αισθήσεις μου δε λειτουργούν
- είδα κι απόειδα
- θα δεις: έμμεση απειλή, αργότερα θα καταλάβεις τις συνέπειες των πράξεών σου, θα σε εκδικηθώ γι' αυτό που έκανες, θα σου δείξω εγώ
- όποιος έχει μάτια βλέπει: για κάτι που είναι ολοφάνερο, για όσους εθελοτυφλούν
- όπως σε βλέπω και με βλέπεις': για να δηλωθεί βεβαιότητα
- τα βλέπω μαύρα: απαισιοδοξώ
- τα βλέπω ρόδινα: αισιοδοξώ
- τα είδα όλα
- την έχει δει ...: συμπεριφέρεται σαν να είναι ...
- ↪ ο Γιώργος την έχει δει αρχηγός τώρα τελευταία (συμπεριφέρεται αυταρχικά)
- ↪ Πώς την έχεις δει εσύ;' (Ποιος νομίζεις ότι είσαι και συμπεριφέρεσαι έτσι άσχημα;)
Σύνθετα
- λήγουν σε -βλέπω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βλέπω | έβλεπα | θα βλέπω | να βλέπω | βλέποντας | |
| β' ενικ. | βλέπεις | έβλεπες | θα βλέπεις | να βλέπεις | βλέπε | |
| γ' ενικ. | βλέπει | έβλεπε | θα βλέπει | να βλέπει | ||
| α' πληθ. | βλέπουμε | βλέπαμε | θα βλέπουμε | να βλέπουμε | ||
| β' πληθ. | βλέπετε | βλέπατε | θα βλέπετε | να βλέπετε | βλέπετε | |
| γ' πληθ. | βλέπουν(ε) | έβλεπαν βλέπαν(ε) |
θα βλέπουν(ε) | να βλέπουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | είδα | θα δω | να δω | δει | ||
| β' ενικ. | είδες | θα δεις | να δεις | δες | ||
| γ' ενικ. | είδε | θα δει | να δει | |||
| α' πληθ. | είδαμε | θα δούμε | να δούμε | |||
| β' πληθ. | είδατε | θα δείτε | να δείτε | δείτε | ||
| γ' πληθ. | είδαν(ε) | θα δουν | να δουν | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δει | είχα δει | θα έχω δει | να έχω δει | ||
| β' ενικ. | έχεις δει | είχες δει | θα έχεις δει | να έχεις δει | ||
| γ' ενικ. | έχει δει | είχε δει | θα έχει δει | να έχει δει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δει | είχαμε δει | θα έχουμε δει | να έχουμε δει | ||
| β' πληθ. | έχετε δει | είχατε δει | θα έχετε δει | να έχετε δει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δει | είχαν δει | θα έχουν δει | να έχουν δει |
| |
Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
βλέπω
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Ετυμολογία
- βλέπω < προελληνική [1]
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- βλέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.