Χάρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Χάρος | οι | Χάροι |
| γενική | του | Χάρου | των | Χάρων |
| αιτιατική | τον | Χάρο | τους | Χάρους |
| κλητική | Χάρο | Χάροι | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Χάρος < χάρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χά‐ρος
Κύριο όνομα
Χάρος αρσενικό
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Charos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.