Χάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Χάρος οι Χάροι
      γενική του Χάρου των Χάρων
    αιτιατική τον Χάρο τους Χάρους
     κλητική Χάρο Χάροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χάρος < χάρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χάρος

Κύριο όνομα

Χάρος αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Χάρου)
  2. προσωποποιημένος ο χάρος
    Παναγιά του Χάρου: προσωνυμία της Θεοτόκου στους Λειψούς των Δωδεκανήσων, από εικόνα της στο ομώνυμο εξωμονάστηρο

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.