βλέψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλέψη οι βλέψεις
      γενική της βλέψης* των βλέψεων
    αιτιατική τη βλέψη τις βλέψεις
     κλητική βλέψη βλέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βλέψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βλέψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βλέψις (κοίταγμα, εξέταση) & σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Absichten (στον πληθυντικό) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvle.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλέψη

Ουσιαστικό

βλέψη θηλυκό συνήθως στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.