αποβλέπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποβλέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποβλέπω < ἀπό + βλέπω

Ρήμα

αποβλέπω, αόρ.: απέβλεψα/(απόβλεψα)/απόειδα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. αποσκοπώ, στοχεύω, έχω ως σκοπό
  2. βασίζομαι πάνω στις ενέργειες ή τις ικανότητες κάποιου, ελπίζοντας να βγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
    αποβλέπω στη βοήθειά του
  3.  δείτε και τον αόριστο απόειδα

Εκφράσεις

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.