καλοβλέπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλοβλέπω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
καλοβλέπω
- (αμετάβατο) βλέπω καλά, καθαρά
- (μεταβατικό) βλέπω καλά, καθαρά (κάποιον ή κάτι)
- (μεταβατικό) βλέπω με ευχαρίστηση ή, γενικότερα, με καλή διάθεση (κάποιον ή κάτι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.