βλεφαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βλεφαρίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βλεφαρίζω [1] < αρχαία ελληνική βλέπω
Προφορά
- ΔΦΑ : /vle.faˈɾi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλε‐φα‐ρί‐ζω
- παρώνυμο: φλεβαρίζω
Ρήμα
βλεφαρίζω, αόρ.: βλεφάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- κουνώ τα βλέφαρα (ανοιγοκλείνοντάς τα)
- κάνω νόημα σε κάποιον κουνώντας τα βλέφαρα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βλέφαρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βλεφαρίζω | βλεφάριζα | θα βλεφαρίζω | να βλεφαρίζω | βλεφαρίζοντας | |
| β' ενικ. | βλεφαρίζεις | βλεφάριζες | θα βλεφαρίζεις | να βλεφαρίζεις | βλεφάριζε | |
| γ' ενικ. | βλεφαρίζει | βλεφάριζε | θα βλεφαρίζει | να βλεφαρίζει | ||
| α' πληθ. | βλεφαρίζουμε | βλεφαρίζαμε | θα βλεφαρίζουμε | να βλεφαρίζουμε | ||
| β' πληθ. | βλεφαρίζετε | βλεφαρίζατε | θα βλεφαρίζετε | να βλεφαρίζετε | βλεφαρίζετε | |
| γ' πληθ. | βλεφαρίζουν(ε) | βλεφάριζαν βλεφαρίζαν(ε) |
θα βλεφαρίζουν(ε) | να βλεφαρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βλεφάρισα | θα βλεφαρίσω | να βλεφαρίσω | βλεφαρίσει | ||
| β' ενικ. | βλεφάρισες | θα βλεφαρίσεις | να βλεφαρίσεις | βλεφάρισε | ||
| γ' ενικ. | βλεφάρισε | θα βλεφαρίσει | να βλεφαρίσει | |||
| α' πληθ. | βλεφαρίσαμε | θα βλεφαρίσουμε | να βλεφαρίσουμε | |||
| β' πληθ. | βλεφαρίσατε | θα βλεφαρίσετε | να βλεφαρίσετε | βλεφαρίστε | ||
| γ' πληθ. | βλεφάρισαν βλεφαρίσαν(ε) |
θα βλεφαρίσουν(ε) | να βλεφαρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βλεφαρίσει | είχα βλεφαρίσει | θα έχω βλεφαρίσει | να έχω βλεφαρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βλεφαρίσει | είχες βλεφαρίσει | θα έχεις βλεφαρίσει | να έχεις βλεφαρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βλεφαρίσει | είχε βλεφαρίσει | θα έχει βλεφαρίσει | να έχει βλεφαρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βλεφαρίσει | είχαμε βλεφαρίσει | θα έχουμε βλεφαρίσει | να έχουμε βλεφαρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βλεφαρίσει | είχατε βλεφαρίσει | θα έχετε βλεφαρίσει | να έχετε βλεφαρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βλεφαρίσει | είχαν βλεφαρίσει | θα έχουν βλεφαρίσει | να έχουν βλεφαρίσει |
| |
Αναφορές
- βλεφαρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- βλεφαρίζω < αρχαία ελληνική βλέφαρ(ον) + -ίζω < αρχαία ελληνική βλέπω [1]
Ρήμα
βλεφαρίζω
- (ελληνιστική κοινή) βλεφαρίζω (όπως το νεοελληνικό)
- ※ ἀσκαρδάμυκτος: μὴ μύσας τοὺς ὀφθαλμούς. σκαρδαμυκτεῖν γὰρ τὸ σκαίρειν καὶ μύειν τοὺς ὀφθαλμούς, τὸ πυκνῶς βλεφαρίζειν, ὃ καὶ ἰλλωπεῖν λέγεται. ἀσκαρδαμυκτεῖν δέ, προτεθέντος τοῦ α, τὸ ἀτενὲς βλέπειν τὸν ἥλιον.
- ※ Ὁ γοῦν κύριος συντομώτατα ἰᾶται τὸ πάθος τοῦτο, «εἰ σκανδαλίζει σε ὁ ὀφθαλμός σου, ἔκκοψον αὐτόν» λέγων, ἐκ βάθρων ἀνασπῶν τὴν ἐπιθυμίαν· κλαδαραὶ δὲ ὄψεις καὶ τὸ ἐνιλλώπτειν, ὃ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν βλεφαρίζειν ἐστίν, οὐδὲν ἀλλ' ἢ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν μοιχεύειν ἐστὶν ἀκροβολιζομένης τῆς ἐπιθυμίας δι' αὐτῶν.
- Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Παιδαγωγός, 3, 11, 70, 1, 1-7)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βλέφαρον
Πηγές
- βλεφαρίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βλεφαρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- βλέφαρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.