βλεφαρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βλεφαρίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή βλεφαρίζω [1] < αρχαία ελληνική βλέπω

Προφορά

ΔΦΑ : /vle.faˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλεφαρίζω
παρώνυμο: φλεβαρίζω

Ρήμα

βλεφαρίζω, αόρ.: βλεφάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. κουνώ τα βλέφαρα (ανοιγοκλείνοντάς τα)
  2. κάνω νόημα σε κάποιον κουνώντας τα βλέφαρα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βλεφαρίζω < αρχαία ελληνική βλέφαρ(ον) + -ίζω < αρχαία ελληνική βλέπω [1]

Ρήμα

βλεφαρίζω

  • (ελληνιστική κοινή) βλεφαρίζω (όπως το νεοελληνικό)
      ἀσκαρδάμυκτος: μὴ μύσας τοὺς ὀφθαλμούς. σκαρδαμυκτεῖν γὰρ τὸ σκαίρειν καὶ μύειν τοὺς ὀφθαλμούς, τὸ πυκνῶς βλεφαρίζειν, ὃ καὶ ἰλλωπεῖν λέγεται. ἀσκαρδαμυκτεῖν δέ, προτεθέντος τοῦ α, τὸ ἀτενὲς βλέπειν τὸν ἥλιον.
    Σχόλια στους Ιππης του Αριστοφάνη, 292a)
      Ὁ γοῦν κύριος συντομώτατα ἰᾶται τὸ πάθος τοῦτο, «εἰ σκανδαλίζει σε ὁ ὀφθαλμός σου, ἔκκοψον αὐτόν» λέγων, ἐκ βάθρων ἀνασπῶν τὴν ἐπιθυμίαν· κλαδαραὶ δὲ ὄψεις καὶ τὸ ἐνιλλώπτειν, ὃ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν βλεφαρίζειν ἐστίν, οὐδὲν ἀλλ' ἢ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν μοιχεύειν ἐστὶν ἀκροβολιζομένης τῆς ἐπιθυμίας δι' αὐτῶν.
    Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Παιδαγωγός, 3, 11, 70, 1, 1-7)

Συγγενικά

Πηγές

  1. βλέφαρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.