προβλεπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προβλεπτικός | η | προβλεπτική | το | προβλεπτικό |
| γενική | του | προβλεπτικού | της | προβλεπτικής | του | προβλεπτικού |
| αιτιατική | τον | προβλεπτικό | την | προβλεπτική | το | προβλεπτικό |
| κλητική | προβλεπτικέ | προβλεπτική | προβλεπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προβλεπτικοί | οι | προβλεπτικές | τα | προβλεπτικά |
| γενική | των | προβλεπτικών | των | προβλεπτικών | των | προβλεπτικών |
| αιτιατική | τους | προβλεπτικούς | τις | προβλεπτικές | τα | προβλεπτικά |
| κλητική | προβλεπτικοί | προβλεπτικές | προβλεπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προβλεπτικός < ελληνιστική κοινή προβλεπτικός[1] [2] [3] < προβλέπω < αρχαία ελληνική πρό + βλέπω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική predictive[2])
Συνώνυμα
Συγγενικά
- προβλεπτικότητα
- → δείτε τις λέξεις προβλέπω και βλέπω
Μεταφράσεις
- προβλεπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προβλεπτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προβλεπτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.