υποβλέπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποβλέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποβλέπω < ὑπό + βλέπω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈvle.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποβλέπω

Ρήμα

υποβλέπω (παθητική φωνή: υποβλέπομαι)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.