ξεκουράζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεκουράζομαι < ξε- + κουράζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ξεκουράζω
Ρήμα
ξεκουράζομαι
- παραμένω σε μια κατάσταση κατά την οποία δεν εργάζομαι ώστε να ανακτήσω τις σωματικές, πνευματικές κλπ δυνάμεις μου και να μου φύγει η κούραση
- κάτι στο οποίο παρέχω χρόνο ώστε να ολοκληρωθεί σε αυτό διαδικασία, δείγμα που του παρέχεται χρόνος ώστε ή ζύμωση ή οι χημικές αντιδράσεις να επιτελεστούν
- Άσε τη ζύμη να ξεκουραστεί γιατί αλλιώς θα βγει άνοστο το κέικ.
- Άσε το δείγμα να ξεκουραστεί γιατί αλλιώς δεν θα διαχυθεί παντού η ουσία ώστε να υπάρχει ομοιογένεια στις χημικές μεταβολές.
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.