ασφαλής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασφαλής | η | ασφαλής | το | ασφαλές |
| γενική | του | ασφαλούς* | της | ασφαλούς | του | ασφαλούς |
| αιτιατική | τον | ασφαλή | την | ασφαλή | το | ασφαλές |
| κλητική | ασφαλή(ς) | ασφαλής | ασφαλές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασφαλείς | οι | ασφαλείς | τα | ασφαλή |
| γενική | των | ασφαλών | των | ασφαλών | των | ασφαλών |
| αιτιατική | τους | ασφαλείς | τις | ασφαλείς | τα | ασφαλή |
| κλητική | ασφαλείς | ασφαλείς | ασφαλή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασφαλής < αρχαία ελληνική ἀσφαλής
Επίθετο
ασφαλής
- που δεν κινδυνεύει από επίθεση, ατύχημα, σφάλμα κλπ
- οι επιβάτες του άλλου αυτοκινήτου είναι όλοι σώοι και ασφαλείς
- είναι ασφαλές να πούμε ότι το χρηματιστήριο έχει ανακάμψει;
- που δεν σφάλλει, επιβεβαιωμένος, ελεγμένος
- ασφαλείς πληροφορίες μιλούν για δεκάδες νεκρούς από το σεισμό
- (πληροφορική) κωδικός πρόσβασης δύσκολος να αποκαλυφθεί, που έχει μέγεθος τουλάχιστον 8 χαρακτήρες, συνδυάζει κεφαλαία με πεζά γράμματα, αριθμούς, σύμβολα και όλα αυτά όχι σε κάποια λογική σειρά
- ≈ συνώνυμα: ισχυρός κωδικός πρόσβασης
- υπερώνυμα: κωδικός πρόσβασης
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.