ευημερώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευημερώ < αρχαία ελληνική εὐημερέω / εὐημερῶ < εὐήμερος < εὖ + ἡμέρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.vi.meˈɾo/
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ευημερώ | ευημερούσα | θα ευημερώ | να ευημερώ | ευημερώντας | |
| β' ενικ. | ευημερείς | ευημερούσες | θα ευημερείς | να ευημερείς | (ευημέρει) | |
| γ' ενικ. | ευημερεί | ευημερούσε | θα ευημερεί | να ευημερεί | ||
| α' πληθ. | ευημερούμε | ευημερούσαμε | θα ευημερούμε | να ευημερούμε | ||
| β' πληθ. | ευημερείτε | ευημερούσατε | θα ευημερείτε | να ευημερείτε | ευημερείτε | |
| γ' πληθ. | ευημερούν(ε) | ευημερούσαν(ε) | θα ευημερούν(ε) | να ευημερούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ευημέρησα | θα ευημερήσω | να ευημερήσω | ευημερήσει | ||
| β' ενικ. | ευημέρησες | θα ευημερήσεις | να ευημερήσεις | ευημέρησε | ||
| γ' ενικ. | ευημέρησε | θα ευημερήσει | να ευημερήσει | |||
| α' πληθ. | ευημερήσαμε | θα ευημερήσουμε | να ευημερήσουμε | |||
| β' πληθ. | ευημερήσατε | θα ευημερήσετε | να ευημερήσετε | ευημερήστε | ||
| γ' πληθ. | ευημέρησαν ευημερήσαν(ε) |
θα ευημερήσουν(ε) | να ευημερήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ευημερήσει | είχα ευημερήσει | θα έχω ευημερήσει | να έχω ευημερήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ευημερήσει | είχες ευημερήσει | θα έχεις ευημερήσει | να έχεις ευημερήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ευημερήσει | είχε ευημερήσει | θα έχει ευημερήσει | να έχει ευημερήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ευημερήσει | είχαμε ευημερήσει | θα έχουμε ευημερήσει | να έχουμε ευημερήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ευημερήσει | είχατε ευημερήσει | θα έχετε ευημερήσει | να έχετε ευημερήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ευημερήσει | είχαν ευημερήσει | θα έχουν ευημερήσει | να έχουν ευημερήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.