συμπαθώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμπαθώ < αρχαία ελληνική συμπαθέω / συμπαθῶ < συμπαθής < σύν + πάσχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.baˈθo/
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συμπαθώ | συμπαθούσα | θα συμπαθώ | να συμπαθώ | συμπαθώντας | |
| β' ενικ. | συμπαθείς | συμπαθούσες | θα συμπαθείς | να συμπαθείς | (συμπάθει) | |
| γ' ενικ. | συμπαθεί | συμπαθούσε | θα συμπαθεί | να συμπαθεί | ||
| α' πληθ. | συμπαθούμε | συμπαθούσαμε | θα συμπαθούμε | να συμπαθούμε | ||
| β' πληθ. | συμπαθείτε | συμπαθούσατε | θα συμπαθείτε | να συμπαθείτε | συμπαθείτε | |
| γ' πληθ. | συμπαθούν(ε) | συμπαθούσαν(ε) | θα συμπαθούν(ε) | να συμπαθούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συμπάθησα | θα συμπαθήσω | να συμπαθήσω | συμπαθήσει | ||
| β' ενικ. | συμπάθησες | θα συμπαθήσεις | να συμπαθήσεις | συμπάθησε | ||
| γ' ενικ. | συμπάθησε | θα συμπαθήσει | να συμπαθήσει | |||
| α' πληθ. | συμπαθήσαμε | θα συμπαθήσουμε | να συμπαθήσουμε | |||
| β' πληθ. | συμπαθήσατε | θα συμπαθήσετε | να συμπαθήσετε | συμπαθήστε | ||
| γ' πληθ. | συμπάθησαν συμπαθήσαν(ε) |
θα συμπαθήσουν(ε) | να συμπαθήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συμπαθήσει | είχα συμπαθήσει | θα έχω συμπαθήσει | να έχω συμπαθήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συμπαθήσει | είχες συμπαθήσει | θα έχεις συμπαθήσει | να έχεις συμπαθήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει συμπαθήσει | είχε συμπαθήσει | θα έχει συμπαθήσει | να έχει συμπαθήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συμπαθήσει | είχαμε συμπαθήσει | θα έχουμε συμπαθήσει | να έχουμε συμπαθήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συμπαθήσει | είχατε συμπαθήσει | θα έχετε συμπαθήσει | να έχετε συμπαθήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν συμπαθήσει | είχαν συμπαθήσει | θα έχουν συμπαθήσει | να έχουν συμπαθήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.