βλεφαρόσπασμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βλεφαρόσπασμος | οι | βλεφαρόσπασμοι |
| γενική | του | βλεφαρόσπασμου | των | βλεφαρόσπασμων |
| αιτιατική | τον | βλεφαρόσπασμο | τους | βλεφαρόσπασμους |
| κλητική | βλεφαρόσπασμε | βλεφαρόσπασμοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βλεφαρόσπασμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική blépharospasme < αρχαία ελληνική βλέφαρον + σπασμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /vle.faˈɾo.spa.zmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλε‐φα‐ρό‐σπα‐σμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.