διαβλέπω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαβλέπω < αρχαία ελληνική διαβλέπω < διά + βλέπω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική entrevoir)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαβλέπω | διέβλεπα | θα διαβλέπω | να διαβλέπω | διαβλέποντας | |
| β' ενικ. | διαβλέπεις | διέβλεπες | θα διαβλέπεις | να διαβλέπεις | διάβλεπε | |
| γ' ενικ. | διαβλέπει | διέβλεπε | θα διαβλέπει | να διαβλέπει | ||
| α' πληθ. | διαβλέπουμε | διαβλέπαμε | θα διαβλέπουμε | να διαβλέπουμε | ||
| β' πληθ. | διαβλέπετε | διαβλέπατε | θα διαβλέπετε | να διαβλέπετε | διαβλέπετε | |
| γ' πληθ. | διαβλέπουν(ε) | διέβλεπαν διαβλέπαν(ε) |
θα διαβλέπουν(ε) | να διαβλέπουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διέβλεψα | θα διαβλέψω | να διαβλέψω | διαβλέψει | ||
| β' ενικ. | διέβλεψες | θα διαβλέψεις | να διαβλέψεις | διάβλεψε | ||
| γ' ενικ. | διέβλεψε | θα διαβλέψει | να διαβλέψει | |||
| α' πληθ. | διαβλέψαμε | θα διαβλέψουμε | να διαβλέψουμε | |||
| β' πληθ. | διαβλέψατε | θα διαβλέψετε | να διαβλέψετε | διαβλέψτε | ||
| γ' πληθ. | διέβλεψαν διαβλέψαν(ε) |
θα διαβλέψουν(ε) | να διαβλέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαβλέψει | είχα διαβλέψει | θα έχω διαβλέψει | να έχω διαβλέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαβλέψει | είχες διαβλέψει | θα έχεις διαβλέψει | να έχεις διαβλέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει διαβλέψει | είχε διαβλέψει | θα έχει διαβλέψει | να έχει διαβλέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαβλέψει | είχαμε διαβλέψει | θα έχουμε διαβλέψει | να έχουμε διαβλέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαβλέψει | είχατε διαβλέψει | θα έχετε διαβλέψει | να έχετε διαβλέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαβλέψει | είχαν διαβλέψει | θα έχουν διαβλέψει | να έχουν διαβλέψει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- διαβλέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαβλέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.