διαβλέπω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαβλέπω < αρχαία ελληνική διαβλέπω < διά + βλέπω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική entrevoir)

Ρήμα

διαβλέπω

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαβλέπω < δια- + βλέπω

Ρήμα

διαβλέπω

  1. κοιτάζω κάτι με προσοχή, με μάτια ορθάνοιχτα και οξύ βλέμμα
  2. βλέπω καθαρά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.